πτερίς
καὶ τοσαύτῃ περιουσίᾳ χρήσασθαι πονηρίας → in the veriest extravagance of malice
English (LSJ)
-ίδος, or πτέρις, εως, ἡ, acc.
A πτέριν Dsc.4.185: nom. pl. πτέρεις Plb.3.71.4:—male fern, Aspidium filix-mas, Thphr. HP 1.10.5,8.7.7, 9.20.5, Theoc.3.14, etc.
II = πολυπόδιον, Ps.-Dsc.4.186.
III νυμφαία πτερίς = θηλυπτερίς, Dsc.4.185; = δρυοπτερίς, Ps.-Dsc.4.187.
Greek (Liddell-Scott)
πτερίς: -ίδος, καὶ πτέρις, εως, ἡ, (πτερὸν) ἡ κοινῶς ὀνομαζομένη «φτέρη», Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 2, 5, Θεοφρ. 3. 14. ― Κατὰ τὸν Διοσκορίδην (4, 186): «φύλλα ἐστὶν ἄκαυλα καὶ ἀκανθῆ, καὶ ἄκαρπα ἐξ ἑνὸς μόσχου, περὶ πῆχυν τὸ μέγεθος ἐντετμημένα καὶ ἀνηπλωμένα ὡς πτέρυξ» κτλ. ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογικὰ τόμ. Α´, σ. 355, 863.
Mantoulidis Etymological
(=φτέρα) καί πτέρις. Ἀπό τό πτερόν τοῦ πέτομαι, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.