ὀρθόκωλος

Revision as of 12:10, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

English (LSJ)

ον,

   A with limbs fixed in extended position, ib.623 ; ἵπποι τὰ γόνατα ἔχοντες σκληρὰ καὶ ὅμοια τοῖς ὀρθοκοίλοις (sic) Hippiatr.115.

German (Pape)

[Seite 375] mit graden, steifgewordenen Gliedern, die nicht mehr gekrümmt werden können, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

ὀρθόκωλος: -ον, ὁ ἔχων ὀρθά, σκληρὰ μέλη, Γαλην.

Greek Monolingual

ὀρθόκωλος, -ον (Α)
αυτός που έχει άκαμπτα, τεντωμένα σκέλη, ορθόκυλλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο)- + -κωλος (< κῶλον «σκέλος»), πρβλ. μακρό-κωλος].