ὡραιοκόμος

Revision as of 06:31, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (47c)

English (LSJ)

ον,

   A studying dress or decoration, Suid.

German (Pape)

[Seite 1413] fürs Putzen Sorge tragend, sich damit beschäftigend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ὡραιοκόμος: -ον, ὁ τοῦ κάλλους ἐπιμελούμενος, καλλωπιστὴς, Σουΐδ.

Greek Monolingual

-ον, Α
(κατά το λεξ. Σούδα) αυτός που επιμελείται τον καλλωπισμό προσώπου ή πράγματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὡραῖος + -κόμος (< κομῶ «φροντίζω»), πρβλ. βρεφο-κόμος].