κλειδοφόρος

From LSJ
Revision as of 07:24, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (20)

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139

Greek (Liddell-Scott)

κλειδοφόρος: -ον, ὁ φέρων κλειδία, Ἰων. κληϊδ- ἐν Συνεσ. 733Β.

Greek Monolingual

κλειδοφόρος, ιων. τ. κληϊδοφόρος, ὁ, ἡ (Α)
ιερέας ή ιέρεια που φέρει, που κρατά τα κλειδιά, κλειδούχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλείς, -δός + -φόρος (< φόρος < φέρω), πρβλ. νικη-φόρος, στεφανη-φόρος.