οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well
κᾰσώρῐον: κᾰσωρεύω, κᾰσωρίς, κασωρῖτις, ἴδε κασαλβάς.
κασώριον και κασωρεῑον, τὸ (Α) κασωρίςχαμαιτυπείο, πορνείο, μπουρδέλο.