ον,
A = γοργωπός, Suid. s.v. γοργῶπις.
[Seite 503] = γοργωπός, Suid.
γοργόφθαλμος: ον,= γοργωπός, Σουίδ. ἐν λ. γοργῶπις.
-ονde mirada terroríficade Atenea, Hdn.Epim.30, Sud.s.u. γοργῶπις, Zonar.p.447.