παλινδωμήτωρ
From LSJ
German (Pape)
[Seite 450] ορος, der wieder aufbau't, Paul. Sil. descr. soph. 83.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰλινδωμήτωρ: -ορος, ὁ, ὁ ἀνοικοδομῶν, ὁ ἐκ νέου οἰκοδομῶν, πρὸς δὲ π όνους ἤιξε παλινδωμήτορας οἴκου Παύλ. Σιλ. Ἔκφρ. Ἁγ. Σοφίας 218.
Greek Monolingual
παλινδωμήτωρ, -ορος, ὁ (Α)
αυτός που οικοδομεί εκ νέου, αυτός που ανοικοδομεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + δωμήτωρ «κτίστης» (< δωμῶ)].