μαλθακιστέον

Revision as of 20:04, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

   A one must be remiss, Pl.Alc.1.124d: in pl. μαλθᾰκ-ιστέα, Ar.Nu.727.

Greek (Liddell-Scott)

μαλθακιστέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ μαλθακίζομαι, δεῖ μαλθακίζεσθαι, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 124D· οὕτω μαλθακιστέα Ἀριστοφ. Νεφ. 727.

Greek Monotonic

μαλθακιστέον: ρημ. επίθ. του μαλθακίζομαι, κάτι που πρέπει να κατευναστεί, σε Πλάτ.· ομοίως, μαλθακιστέα, σε Αριστοφ.