μαλθακιστέον

From LSJ

Ὑπὲρ εὐσεβείας καὶ λάλει καὶ μάνθανε → Ea fator atque disce, quae pietas probat → Dein Sprechen, Lernen diene nur der Frömmigkeit

Menander, Monostichoi, 521
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαλθᾰκιστέον Medium diacritics: μαλθακιστέον Low diacritics: μαλθακιστέον Capitals: ΜΑΛΘΑΚΙΣΤΕΟΝ
Transliteration A: malthakistéon Transliteration B: malthakisteon Transliteration C: malthakisteon Beta Code: malqakiste/on

English (LSJ)

one must be remiss, Pl.Alc.1.124d: in plural μαλθᾰκ-ιστέα, Ar.Nu.727.

Greek (Liddell-Scott)

μαλθακιστέον: ῥηματ. ἐπίθ. τοῦ μαλθακίζομαι, δεῖ μαλθακίζεσθαι, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 124D· οὕτω μαλθακιστέα Ἀριστοφ. Νεφ. 727.

Greek Monotonic

μαλθακιστέον: ρημ. επίθ. του μαλθακίζομαι, κάτι που πρέπει να κατευναστεί, σε Πλάτ.· ομοίως, μαλθακιστέα, σε Αριστοφ.