ἔκθεμα

Revision as of 12:28, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_13)

English (LSJ)

ατος, τό,

   A public notice, proclamation, edict, PRev.Laws33.10 (iii B.C.), Plb.31.6(10).1(pl.) ; ἀπ' ἐκθέματος, = Lat. ex edicto, IG 7.2712.26,73 (Acraephia), cf. SIG1023.61 (Cos).

German (Pape)

[Seite 760] τό, das Ausgestellte, ein Anschlag, auf dem ein Befehl bekannt gemacht wird, Edikt, Pol. 31, 10, 1 u. Sp. Vgl. Lob. zu Phryn. p. 249.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκθεμα: τό, πρόσταγμα γεγραμμένον ἐπὶ πίνακος καὶ ἐκτεθειμένον εἰς διάφορα μέρη τῶν πόλεων, πρόγραμμα, Πολύβ. 31. 10, 1· ἀπ’ ἐκθέματος = ex edicto, Συλλ. Ἐπιγρ. 1625. 7 καὶ 54.

Spanish (DGE)

-ματος, τό

• Grafía: graf. ἔχθ- PPetr.2.13.6.19 (III a.C.), PZen.Col.13.1 (III a.C.), ἔκχθ- Sokolowski 3.173.61 (Cos III/II a.C.)
1 anuncio público, documento expuesto a la vista del público, con diversos fines, gener. de carácter oficial ἐκθέματα κατὰ τὰς πόλεις ἐξέθηκε τὰς ἐπιφανεστάτας Plb.31.6.1, ἐξεθήκαμεν ἔ. ἐν τῇ ἀγορᾷ PZen.Col.l.c., cf. Sokolowski l.c., ἐκθὲς οὖν ἔ. καὶ προκήρυξον εἰ ... PPetr.2.13.18b.10 (III a.C.), cf. PRev.Laws 26.13, 33.10 (III a.C.), σοῦ ... δι' ἐκθεμάτων [ἀπα] γο[ρ] εύ[σαντος SB 5235.11 (I d.C.), de carácter privado ἀν] τίγραφον ἐκθέματος PFlor.99.1 (I/II d.C.), ἠρίστισεν δὲ [αὐ] τοὺς ἀπ' ἐ[κ] θέματος κατ' ἰδίαν IG 7.2712.73, cf. 26 (Acrefia I d.C.), ref. un edicto del prefecto τὸ ὑπογεγραμμένον ἔ. πρόθες ἐν οἷς καθήκει τοῦ νόμου τόποις IFayoum 75 (I d.C.), un edicto real κατὰ πόλιν καὶ χώραν, οὗ ἂν ἐξετέθη τὸ ἔ. LXX Es.8.17
condenado como barbarismo, Phryn.219.
2 lugar conspicuo, prostíbulo ἐποίησας σεαυτῇ ἔ. ἐν πάσῃ πλατείᾳ te has construido un lupanar en cada plaza LXX Ez.16.24ε, cf. Polychron.Fr.Ezech.16.24.
3 prob. exposición, explicación ἀριθμητικὸν ἔ. Theol.Ar.30.