πρόγραμμα
English (LSJ)
προγράμματος, τό,
A public proclamation or notice, official announcement, edict, PRev. Laws 9.7(iii B.C.), Plu.Galb.5, Hdn.4.9.4, D.C.65.1, etc.; placard, notice, Luc.Herm.11, POxy.2108.6 (iii A.D.), PMasp.353.4 (vi A.D.).
2 that which is written first, order of the day, programme, program, agenda of βουλή or ἐκκλησία, D.25.9, Arist.Ath.44.2.
3 title of a prescription, Gal.13.909; address of a letter, Procop.Gaz.Ep.25.
4 injunction, advice, Gal.17(2).141.
German (Pape)
[Seite 714] τό, öffentlich und schriftlich bekannt gemachte Nachricht, Anschlag, Befehl, Dem. 25, 9 u. Folgde, wie Luc.; vgl. Lob. Phryn. 249.
French (Bailly abrégé)
προγράμματος (τό) :
1 placard, affiche;
2 inscription.
Étymologie: προγράφω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόγραμμα προγράμματος, τό [προγράφω] edict; Plut. Galb. 5.1; kennisgeving. Luc.
Russian (Dvoretsky)
πρόγραμμα: προγράμματος τό (письменное) публичное объявление, распоряжение, указ Dem., Luc., Plut.
Greek Monolingual
το, ΝΜΑ προγράφω
νεοελλ.
1. λεπτομερής καταγραφή ενεργειών και πράξεων οι οποίες πρόκειται να γίνουν σε καθορισμένο χρόνο (α. «πρόγραμμα αγώνων» β. «πρόγραμμα θεατρικής παράστασης [ή κινηματογραφικής προβολής]» — έντυπο που περιλαμβάνει γενικές πληροφορίες για την υπόθεση και τους ηθοποιούς που συμμετέχουν)
2. το σύνολο τών λεπτομερειών μιας γενικής ενέργειας οι οποίες έχουν ενιαίο σκοπό, το σχέδιο («το πρόγραμμα της αναδιοργάνωσης του εκπαιδευτικού συστήματος»)
3. προκαθορισμένος και απαρέγκλιτος τρόπος ενέργειας, συμπεριφοράς ή αντιμετωπίσεως τών διαφόρων υποθέσεων, μέθοδος, σύστημα («έχει ως πρόγραμμά του να προσβάλλει τους συναδέλφους του»)
4. (μηχανολ.) η αυτόματη εκτέλεση μιας πλήρους σειράς εργασιών από μια εργαλειομηχανή χωρίς την ενδιάμεση μεσολάβηση του χειριστή της
5. φρ. α) «πρόγραμμα ηλεκτρονικού υπολογιστή» — κατάρτιση λεπτομερειακού σχεδίου με συγκεκριμένες εντολές που δίνονται στον ηλεκτρονικό υπολογιστή και καταλήγουν στη ζητούμενη λύση
β) «πρόγραμμα μαθημάτων» ή «ωρολόγιο πρόγραμμα» — η διάταξη τών ωρών τών σχολικών μαθημάτων
γ) «πρόγραμμα δράσης»
(οικον.) ο καθορισμός τών ενεργειών και τών στόχων μιας οικονομικής μονάδας για ένα τακτό μελλοντικό χρονικό διάστημα βάσει, αφ' ενός, υπολογιστικών δεδομένων και, αφ' ετέρου, προβλέψεων για τις μελλοντικές εξελίξεις
δ) «πρόγραμμα επενδύσεων»
(οικον.) το πρόγραμμα δαπανών της επιχείρησης για κεφαλαιουχικά αγαθά και οι προβλέψεις δημιουργίας τών σχετικών κεφαλαίων
ε) «πρόγραμμα ταμειακής κίνησης»
(οικον.) το πρόγραμμα που αναφέρεται στις πιθανές εισπράξεις και πληρωμές της επιχείρησης, καθώς και στο ύψος του ταμειακού αποθέματος για την αντιμετώπιση τών προβλεπόμενων και απρόβλεπτων αναγκών
στ) «πολιτικό πρόγραμμα» — το σύνολο τών στόχων, τών αρχών και της τακτικής που έχει προκαθορίσει για τη δράση του ένα πολιτικό κόμμα
αρχ.
1. δημόσια προκήρυξη ή ειδοποίηση
2. αγγελία με τοιχοκόλληση
3. ημερήσια διάταξη της βουλής ή της εκκλησίας του δήμου
4. διεύθυνση επιστολής
5. τίτλος συνταγής
6. συμβουλή, παραίνεση
7. πιθ. παράδειγμα.
Greek Monotonic
πρόγραμμα: προγράμματος, τό, δημόσια προκήρυξη ή γραπτή διάταξη, πρόγραμμα, σε Δημ.
Greek (Liddell-Scott)
πρόγραμμα: τό, δημοσία προκήρυξις ἢ γραπτὴ διάταξις, δημοσία γνωστοποίησις ἔγγραφος, πρόγραμμα, Δημ. 772. 15, Πλουτ. Γάλβ. 5, Λουκ. Ἑρμότ. 11, κτλ.˙ ἴδε Λοβέκ. εἰς Φρύνιχ. 249.
Middle Liddell
πρόγραμμα, προγράμματος, τό,
a public proclamation or notice, program, Dem. [see προγρᾰφή]
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό προγράφω → πρό + γράφω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Translations
program
Afrikaans: program; Albanian: program; Arabic: بَرْنَامَج; Hijazi Arabic: بَرْنَامَج; Armenian: ծրագիր; Azerbaijani: proqram; Bashkir: программа; Belarusian: праграма; Bengali: কার্যক্রম; Bulgarian: програма; Burmese: အစီအစဉ်; Catalan: programa; Chinese Cantonese: 計劃, 计划; Dungan: җихуа; Mandarin: 計劃, 计划; Czech: program; Danish: program; Dutch: programma; Esperanto: programo; Finnish: ohjelma; French: programme; Friulian: program; Galician: programa; German: Programm; Greek: πρόγραμμα; Ancient Greek: πρόγραμμα; Hebrew: תוכנית / תָכְנִית; Hindi: प्रोग्राम, कार्यक्रम; Hungarian: program, napirend, terv, tervezet; Icelandic: dagskrá; Ido: programo; Indonesian: program; Irish: clár; Italian: programma, scaletta; Japanese: 計画, 予定; Kazakh: бағдарлама; Khmer: កម្មវិធី, ពិធាន; Korean: 일정(日程), 프로그램; Kurdish Central Kurdish: پرۆگرام, بەرنامە; Northern Kurdish: program, bername; Kyrgyz: программа, колдонмо; Lao: ໂຄງການ; Latin: institutum; Macedonian: програма; Malay: program; Maori: hōtaka, papatono; Mongolian Cyrillic: програм, хөтөлбөр; Norman: programme; Norwegian Bokmål: program; Pashto: مرامنامه; Persian Iranian Persian: بَرْنامِه; Polish: program; Portuguese: programa, programação; Romanian: program; Russian: программа; Serbo-Croatian Cyrillic: про̀грам; Roman: prògram; Slovak: program; Slovene: program; Spanish: programa; Swahili: programu; Swedish: program; Tajik: барнома, нақша, программа; Telugu: కార్యక్రమం; Thai: โครงการ; Turkish: izlence, program; Turkmen: programa; Ukrainian: програма; Urdu: پیش نامہ, برنامہ, پروگرام; Uyghur: پروگرامما; Uzbek: dastur, programma; Vietnamese: chương trình, kế hoạch; Welsh: rhaglen; Yiddish: פּראָגראַם