Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
ζωύλλιον: τό, = τῷ ἑπομ., Τζέτζ. Ἱστ. 9, 958 κ. ἀλλ.
ζῳΰλλιον, τὸ (Μ) ζώονβλ. ζωύφιον.