ζωύφιον

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139

Greek (Liddell-Scott)

ζωύφιον: ῠ, τό, ὑποκορ. τοῦ ζῷον, ζῴδιον, Ἀθήν. 210C, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 41.

Mantoulidis Etymological

Ὑποκοριστικό τοῦ ζῷον ἀπό τό ζήω-ζῶ. Δές γιά ἄλλα παράγωγα στή λέξη ζωή. Η {{ |=Ἦτα }}