ἱματιοπράτης
English (LSJ)
[ᾱ], ου, ὁ,= sq., Stud.Pal.22.95.2 (iii A.D.).
Greek Monolingual
ο (Α ἱματιοπράτης)
ιματιοπώλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάτιον + πράτης (< θ. πρα- του πιπράσκω)].
[ᾱ], ου, ὁ,= sq., Stud.Pal.22.95.2 (iii A.D.).
ο (Α ἱματιοπράτης)
ιματιοπώλης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἱμάτιον + πράτης (< θ. πρα- του πιπράσκω)].