πράτης
From LSJ
Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck
English (LSJ)
πράτου, ὁ, = πρατήρ, Is.Fr.167, Hyp.Fr.163, POxy.1454.2, 10 (ii A. D.), etc.
German (Pape)
[Seite 696] ὁ, = πρατήρ, Isae. u. Hyperid. b. Poll. 7, 8.
Russian (Dvoretsky)
πράτης: ου (ᾱ) ὁ Isae. = πρατήρ.
Greek (Liddell-Scott)
πράτης: -ου, ὁ, = πρᾱτήρ, Ἰσαῖος καὶ Ὑπερείδης παρὰ Πολυδ. Ζ΄, 8. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 536.
Greek Monolingual
ὁ, Α
πρατήρ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει σχηματιστεί από τη δισύλλαβη ρίζα περᾱ- του πέρνημι (με μηδενισμένο το πρώτο και απαθές το δεύτερο φωνήεν, πρβλ. πι-πρᾱ-σκω) + επίθημα -της].