λιγκούριον
From LSJ
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
ambre fossile.
Étymologie: λύγξ¹, οὐρέω¹.
Greek Monolingual
λιγκούριον, τὸ (Α)
βλ. λυγγούριον.
τὸ σὸν εἰς ἡμᾶς ἐνδιάθετον → your disposition towards us
ου (τό) :
ambre fossile.
Étymologie: λύγξ¹, οὐρέω¹.
λιγκούριον, τὸ (Α)
βλ. λυγγούριον.