μειλικτήρια
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
s.e. ἱερά;
offrande expiatoire propre à adoucir, à apaiser (les mânes).
Étymologie: μειλικτήριος.
Russian (Dvoretsky)
μειλικτήρια: τά (sc. ἱερά) искупительная или умилостивительная жертва (νεκροῖσι Aesch.).