σκυλοδεψέω

Revision as of 19:44, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (6)

English (LSJ)

   A tan hides, Ar.Pl.514 (Bentl. for σκῡτοδεψεῖν).

German (Pape)

[Seite 907] Leder gerben, Ar. Plut. 514.

Greek (Liddell-Scott)

σκῠλοδεψέω: κατεργάζομαι δέρματα, Ἀριστοφ. Πλ. 514 (κατὰ τὸν B…nt, σκῡτοδεψεῖν).

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être corroyeur.
Étymologie: σκυλοδέψης.

Greek Monotonic

σκῠλοδεψέω: μέλ. -ήσω, κατεργάζομαι δέρματα, βυρσοδεψώ, σε Αριστοφ.