βυρσοδεψώ

From LSJ

Ξένος ὢν ἀπράγμων ἴσθι καὶ πράξεις καλῶς → Rerum abstine peregrinus et vives bene → Als Fremder sei friedliebend und es geht dir gut

Menander, Monostichoi, 399

Greek Monolingual

βυρσοδεψῶ (-έω) (Α) βυρσοδέψης
κατεργάζομαι δέρματα.