διᾴδω

From LSJ
Revision as of 12:23, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_11)

ἔσονται οἱ δύο εἰς σάρκα μίαν → they will become one flesh

Source

French (Bailly abrégé)

f. διαείσομαι;
ne cesser de chanter : τινι pour disputer le prix à qqn.
Étymologie: διά, ᾄδω.

Spanish (DGE)

• Morfología: [fut. διαείσομαι Theoc.5.22]
1 competir en el canto ῥαψῳδοῦντα ... καὶ διᾴδοντα Arist.Po.1462a7, c. dat. τοι διαείσομαι Theoc.l.c., cf. Phryn.PS 65, fig. ref. a teorías contrapuestas igualmente erróneas <πάντως δὲ> διέπταισαν οὗτοι, διᾴδοντες ἀλλήλοις Ptol.Gnost.Ep.3.3.
2 disonar op. συνᾴδω Heraclit.B 10.