Στερόπης

Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)

Greek (Liddell-Scott)

Στερόπης: -ου, ὁ, ὁ ἀστράπτων, ὄνομα ἑνὸς ἐκ τῶν τριῶν Κυκλώπων, Ἡσ. Θ. 140, Καλλ. εἰς Ἄρτ. 68.

French (Bailly abrégé)

(ὁ) :
« Éclatant », Cyclope.
Étymologie: στεροπή.

Greek Monolingual

ὁ, Α στεροπή
(ονομ. ενός από τους τρεις Κύκλωπες) αυτός που αστράφτει.