Ἀμφικτιονικός
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
French (Bailly abrégé)
postér. Ἀμφικτυονικός;
ή, όν :
des Amphictions, amphictionique.
Étymologie: Ἀμφικτίονες.
Russian (Dvoretsky)
Ἀμφικτιονικός: поздн. Ἀμφικτυονικός 3 амфиктионийский (ἱερά, δίκαι Dem.; ψηφίσματα Plut.; συνέδριον Diod.): Ἀ. πόλεμος Dem. война, объявленная по решению амфиктионии.