ἀντιπαρατάσσομαι

Revision as of 12:14, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_5)

English (LSJ)

Att. ἀντιπαρατάττομαι, Med. and Pass.,

   A stand in array against, ἀλλήλοις Th.6.98, cf. X.HG1.3.5; ἀντιπαρατεταγμένους πρὸς τὴν τούτων ἀσέλγειαν Aeschin.3.257: metaph., hold one's ground against, Epicur.Fr.138: abs., stand in hostile array, Th.1.63; ἀπὸ τοῦ ἀντιπαραταχθέντος in hostile array, Id.5.9; in a Com. metaph., ἡ δημιουργὸς ἀντιπαρατεταγμένη κρεάδι' ὀπτᾷ Men.518.12; λίαν -τεταγμένοι, of a hostile audience, Corn.Rh.p.360H.: c. acc., ἀντιπαρετάξαντο φάλαγγα X.An.4.8.9.    II Act., = Med., is dub. l. in Plb.9.26.4.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιπαρατάσσομαι: Ἀττ. -ττομαι, μέσ. καὶ παθ. παρατάσσομαι ἐναντίον τινός, τινὶ Θουκ. 6. 98· ἀντιπαρατεταγμένους πρὸς τὴν τούτων ἀσέλγειαν Αἰσχίν. 90. 16: - ἀπολ., καὶ οἱ Μακεδόνες ἱππῆς ἀντιπαρετάξαντο ὡς κωλύσοντες Θουκ. 1. 63, ἀπὸ τοῦ ἀντιπαραταχθέντος (ἐνν. στρατοπέδου) ὁ αὐτ. 5. 9· ἐν κωμ. μεταφορᾷ, ἡ δημιουργὸς ἀντιπαρατεταγμένη κρεάδι’ ὀπτᾷ Μένανδ. ἐν «Ψευδηρακλεῖ» 1. 12. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. μετὰ μέσ. σημασ. ἐν Πολυβ. 9. 26, 4.

French (Bailly abrégé)

s.e. ἑαυτόν;
se ranger en bataille en face de (l’ennemi).
Étymologie: ἀντί, παρατάσσω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): át. -ττομαι; tard. -σσω LXX 1Es.2.21, A.Mart.5.1.6, PSI 1265.8 (V d.C.)
1 milit. disponerse en orden de batalla para hacer frente c. dat. ἀλλήλοις Th.6.98, αὐτῷ X.HG 1.3.5, παμπληθέσι τῶν ἱππέων τάξεσιν X.Ages.1.30, τῇ προσβολῇ τῶν μηχανημάτων Plb.21.27.1, σφῖσιν D.C.Epit.8.19.1
abs. Th.1.48, 1.63, X.HG 4.3.12, 7.4.24, D.C.40.28, 41.59.2, ἀπὸ τοῦ ... ἀντιπαραχθέντος en orden de combate frente a los enemigos Th.5.9, tb. no milit., de un coro, Phld.Mus.1.35.37
alinear c. ac. οἱ Ἕλληνες ἀντιπαρετάξαντο φάλαγγα X.An.4.8.9.
2 fig. hacer frente, enfrentarse, oponerse c. dat. ἀντιπαρετάττετο δὲ πᾶσι τούτοις τὸ κατὰ ψυχὴν χαῖρον a todos éstos (dolores) se oponía la alegría del alma Epicur.Fr.[52] 4, c. πρός y ac. πρὸς τὴν τούτων ἀσελγείαν Aeschin.3.257, abs. Men.Fr.451.12, λίαν ἀντιπαρατεταγμένοι de un auditorio hostil, Corn.Rh.p.360, de un amante que se resiste a Eros, Ach.Tat.2.5.2
en v. act. mismo sent. (πόλις) βασιλεῦσιν ἀντιπαρατάσσουσα LXX l.c., cf. A.Mart.5.1.20, PSI l.c.
disponer en contra c. ac. ἀντιπαρέτασσε δὲ στύλους ἑδραίους A.Mart.5.1.6.