ῥευστικῶς
From LSJ
ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
French (Bailly abrégé)
adv.
avec affluence ou abondance.
Étymologie: ῥευστικός.
Russian (Dvoretsky)
ῥευστικῶς: в жидком виде: ῥ. διακείμενος Plut. находящийся в жидком состоянии.