ἀντισχυρίζομαι

Revision as of 12:14, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_5)

English (LSJ)

Med.,

   A to be stiff in maintaining a contrary opinion, Th.3.44; πρός τι Plu.2.535e.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντισχῡρίζομαι: μέσ., διισχυρίζομαι τὸ ἐναντίον, Θουκ. 3. 44· ἀνθίσταμαι, ἐναντιοῦμαι, πρός τι Πλούτ. 2. 535Ε.

French (Bailly abrégé)

persister à soutenir une opinion contraire.
Étymologie: ἀντί, ἰσχυρίζομαι.

Spanish (DGE)

mantenerse firme en la opinión contraria περὶ τοῦ ἐς τὸ μέλλον καλῶς ἔχοντος Th.3.44, πρὸς ἀμφότερα Plu.2.535e.