Ἰβηρικός
From LSJ
εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
d’Ibérie.
Étymologie: Ἰβηρία.
Russian (Dvoretsky)
Ἰβηρικός: иберийский Plut.