μνίον

Revision as of 00:20, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

τό,

   A seaweed, Lyc.398, Agatharch.44,83, Str.16.4.7, Ael.NA 13.3, etc. [ῐ, Numen. ap. Ath.7.295c; ῖ, Nic.Al.396.]

German (Pape)

[Seite 196] τό, auch μνῖον, Nic. Al. 396, Meergras, Seemoos, wie βρύον; von einem Fische, γλαῦκον περόωντα κατὰ μνία σιγαλόεντα, Numen. bei Ath. VII, 295 b; Lycophr. 398.

Greek (Liddell-Scott)

μνίον: τό, θαλάσσιον μικρὸν φυτὸν μὲ φύλλα ὡς τὸ ἔριον, Λυκόφρων 398· ὡς τὸ βρύον· συγγενὲς τῷ μνόος· πρβλ. τὸ ἑπόμ. [ῐ, Νουμήν. παρ’ Ἀθην. 295C· ἀλλὰ ῑ ἐν Νικ. Ἀλεξιφ. 396, πρβλ. 497, καὶ ἰδὲ θρῖον].

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
mousse, algue marine, goémon, varech.
Étymologie: DELG étym. inconnue.

Greek Monotonic

μνίον: τό, βρύο, θαλάσσιο φυτό παρεμφερές του βρύου.