μνίον
English (LSJ)
τό,
A seaweed, Lyc.398, Agatharch.44,83, Str.16.4.7, Ael.NA 13.3, etc. [ῐ, Numen. ap. Ath.7.295c; ῖ, Nic.Al.396.]
German (Pape)
[Seite 196] τό, auch μνῖον, Nic. Al. 396, Meergras, Seemoos, wie βρύον; von einem Fische, γλαῦκον περόωντα κατὰ μνία σιγαλόεντα, Numen. bei Ath. VII, 295 b; Lycophr. 398.
Greek (Liddell-Scott)
μνίον: τό, θαλάσσιον μικρὸν φυτὸν μὲ φύλλα ὡς τὸ ἔριον, Λυκόφρων 398· ὡς τὸ βρύον· συγγενὲς τῷ μνόος· πρβλ. τὸ ἑπόμ. [ῐ, Νουμήν. παρ’ Ἀθην. 295C· ἀλλὰ ῑ ἐν Νικ. Ἀλεξιφ. 396, πρβλ. 497, καὶ ἰδὲ θρῖον].
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
mousse, algue marine, goémon, varech.
Étymologie: DELG étym. inconnue.