βρύο
From LSJ
τὸ πολὺ τοῦ βίου ἐν δικαστηρίοις φεύγων τε καὶ διώκων κατατρίβομαι → waste the greater part of one's life in courts either as plaintiff or defendant
Greek Monolingual
το και βρύος, ο (AM βρύον)
σποριόφυτο του φύλου βρυόφυτα σε υγρά μέρη και ακτές.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. του βρύω ή ρηματικό όνομα αυτού (πρβλ. θύω, θύον). Γι' αυτές τις λέξεις δεν υπάρχει βέβαιη ετυμολογία. Τις συνέδεσαν με λατ. frutex «θάμνος, κλαδί, κορμός», αρχ. άνω γερμ. krūt «χόρτο, λάχανο». Αξιοσημείωτο είναι ότι από τη λ. βρύον προήλθε και το σύνθετο έμβρυον].