κακόμορος
English (LSJ)
ον, = foreg., Hsch.
A s.v. ἄμμορον, Suid. s.v. ἄμμορος. Adv. -ως Cat.Cod. Astr. 8(4).129, 142.
Greek (Liddell-Scott)
κακόμορος: -ον, = τῷ προηγ., Ἡσύχ. ἐν λέξει πανάποτμος, Σουΐδ. ἐν λ. αἰνόμορος.
ον, = foreg., Hsch.
A s.v. ἄμμορον, Suid. s.v. ἄμμορος. Adv. -ως Cat.Cod. Astr. 8(4).129, 142.
κακόμορος: -ον, = τῷ προηγ., Ἡσύχ. ἐν λέξει πανάποτμος, Σουΐδ. ἐν λ. αἰνόμορος.