πανάποτμος
From LSJ
τὸ πνεῦμά ἐστι τὸ ζωοποιοῦν, ἡ σὰρξ οὐκ ὠφελεῖ οὐδέν → it is the spirit that quickeneth; the flesh profiteth nothing (1 John 6:63)
English (LSJ)
πανάποτμον, all-hapless, ἔ μοι ἐγὼ πανάποτμος Il.24.255, cf. 493.
German (Pape)
[Seite 457] ganz unglücklich; Il. 24, 255. 493; παναποτμότατος, Barbucall. 8 (IX, 425).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
tout à fait infortuné.
Étymologie: πᾶν, ἄποτμος.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πανάποτμος -ον [πᾶς, ἄποτμος] diep ongelukkig.
Russian (Dvoretsky)
πᾰνάποτμος: (ᾰπ) глубоко несчастный, несчастный во всех отношениях Hom., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
πᾰνάποτμος: -ον, ὅλως ἀτυχής, ὥ μοι ἐγὼ πανάποτμος Ἰλ. Ω. 255, πρβλ. 493.
English (Autenrieth)
all-hapless, Il. 24.255 and 493.
Greek Monolingual
πανάποτμος, -ον (Α)
δυστυχέστατος, ατυχέστατος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + ἄποτμος «δυστυχής»].
Greek Monotonic
πᾰνάποτμος: -ον, ολότελα ατυχής, σε Ομήρ. Ιλ.
Middle Liddell
πᾰν-άποτμος, ον,
all-hapless, Il.