ὀστρακεύς

Revision as of 12:11, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (29)

English (LSJ)

έως, ὁ,

   A potter, APl.4.191 (Nicaen.).

German (Pape)

[Seite 400] ὁ, der Verfertiger irdener Geschirre, Töpfer, Nicaenet. 2 (Plan. 191).

Greek (Liddell-Scott)

ὀστρᾰκεύς: έως, ὁ, κεραμεύς, Ἀνθολ. Πλαν. 191.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
potier.
Étymologie: ὄστρακον.

Greek Monolingual

ὀστρακεύς, -έως, ὁ (Α)
κεραμέας, κατασκευαστής πήλινων ειδών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον «πήλινο αγγείο» + κατάλ. -εύς (πρβλ. κεραμ-εύς)].