ἀστυγειτονικός
English (LSJ)
ή, όν,
A of or with neighbours, πόλεμος Plu.2.87e.
German (Pape)
[Seite 379] πόλεμος, ein Krieg mit den Gränznachbarn, Plut. de cap. ex host. util. p. 272.
Greek (Liddell-Scott)
ἀστῠγειτονικός: -ή, -όν, ὁ τοῦ ἀστυγείτονος, ὁ μετὰ ἀστυγειτόνων, πόλεμος Πλούτ. 2. 87Ε.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne les villes voisines.
Étymologie: ἀστυγείτων.
Spanish (DGE)
-ή, -όν que es entre ciudades vecinas πόλεμος Plu.2.87d.