ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation
3ᵉ pl. ao.2 Pass. épq. de βλάπτω.
βλάβεν: Επικ. αντί ἐβλάβησαν, γʹ πληθ. αορ. βʹ του βλάπτω.