βραχέως
From LSJ
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
French (Bailly abrégé)
adv.
1 de courte durée;
2 brièvement, en peu de mots;
Cp. βραχύτερα, Sp. βραχύτατον.
Étymologie: βραχύς.
Russian (Dvoretsky)
βρᾰχέως: (compar. βραχυτέρα и βραχυτέρως)
1) редко, изредка, мало (πολέμους ἐπ᾽ ἀλλήλους ἐπιφέρειν Thuc.);
2) кратко, вкратце (ἀπολογεῖσθαι Xen.).