διενειλέω

Revision as of 12:24, 21 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (big3_11)

English (LSJ)

   A involve, λόγος διενειλημένος Ps.-Luc.Philopatr.1.

Greek (Liddell-Scott)

διενειλέω: περιτυλίσσω, μεταφ. συγχέω, περιπλέκω, λόγος διενειλημένος Ψευδολουκ. Φιλοπατρ. 1.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
part. pf. Pass. διενειλημένος;
enrouler, entortiller.
Étymologie: διά, ἐνειλέω.

Spanish (DGE)

v. διελλαμβάνω.