διενειλέω
English (LSJ)
A involve, λόγος διενειλημένος Ps.-Luc.Philopatr.1.
Greek (Liddell-Scott)
διενειλέω: περιτυλίσσω, μεταφ. συγχέω, περιπλέκω, λόγος διενειλημένος Ψευδολουκ. Φιλοπατρ. 1.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
part. pf. Pass. διενειλημένος;
enrouler, entortiller.
Étymologie: διά, ἐνειλέω.
Spanish (DGE)
v. διελλαμβάνω.