ἐμφανῶς
From LSJ
French (Bailly abrégé)
adv.
1 visiblement, manifestement, clairement;
2 publiquement, ouvertement.
Étymologie: ἐμφανής.
Russian (Dvoretsky)
ἐμφᾰνῶς: ион. ἐμφᾰνέως
1) явно, очевидно (φονεὺς ὤν Soph.);
2) явно, открыто (ψηφίζεσθαι Thuc.; μάχην συνάπτειν Xen.);
3) ясно, отчетливо (ἐμφανέστερον λέγειν τι Plat.).