ἑρμογλυφική
From LSJ
κραδίη δέ μοι ἔξω στηθέων ἐκθρῴσκει → my heart is leaping forth from my bosom, be panic-stricken, my heart is beating outside my chest
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
s.e. τέχνη;
l’art de la statuaire.
Étymologie: ἑρμογλύφος.
Russian (Dvoretsky)
ἑρμογλῠφική: ἡ (sc. τέχνη) Luc. = ἑρμογλυφία.