θείην

From LSJ
Revision as of 23:24, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

French (Bailly abrégé)

opt. ao.2 de τίθημι.

Greek Monotonic

θείην: αόρ. βʹ ευκτ. του τίθημι· θεῖεν, γʹ πληθ.