καθήρας, aor. 1 inf. and part. of καθαίρω.
κᾰθῆραι: καθήρας, ἀπαρ. καὶ μετοχ. ἀορ. α΄ τοῦ καθαίρω.
inf. ao. de καθαίρω.
κᾰθῆραι: καθήρας, απαρ. και μτχ. αορ. αʹ του καθαίρω.