καθαίρω
ξυλισάμενοι ὀλίγα κομμάτια → having gathered a few pieces of wood
English (LSJ)
A fut. κᾰθᾰρῶ X.Oec.18.6, prob. in Pl.Lg.735b, etc.: aor. 1 ἐκάθηρα Od.20.152, Th.3.104, Hp.Mul.1.47, IG22.1672.47 (ἀνα-), Theoc.5.119, etc.; ἐκάθᾱρα is found in codd. of Antipho6.37, X.An. 5.7.35, Hp.Acut. (Sp.) ΙΙ, and commonly in later Gr., Thphr. Char. 16.7, BCH6.23 (Delos, ii B.C.), (ἀνα-) PPetr.3p.141 (iii B.C.), (συνανα-) IG11(2).163A56 (Delos, iii B.C.), cf. διακαθαίρω, ἐκκαθαίρω, etc., and Phryn.16; v. infr. Med.: pf. κεκάθαρκα (ἐκ-) Sch.Ar.Pax752:—Med., fut. καθαροῦμαι Pl.Cra.396e, Hp.Morb.2.38 (in pass. sense, ib. 2.13, Nat.Mul.13, Mul.2.160): aor. ἐκαθηράμην A.Fr.354, Hp.Epid. 5.43, Pl.Lg.868a, IG11(2).146A78 (Delos, iv B.C.), 153.9, 154A37 (ibid., iii B.C.); later ἐκαθᾱράμην ib.146A80 (iv B.C.), Inscr.Délos290.79, al. (iii B.C.), etc., (ἀνα-) IG22.1668.8(iv B.C.): Pass., fut. καθαρθήσομαι Ruf. ap. Orib.7.26.64, Gal.7.222: aor. ἐκαθάρθην Hdt.1.43, Th. 3.104, Hp.Epid.5.2, etc. (aor. 2 ἀποκαθαρῇ is f.l. in Arr.Cyn.27.1): pf. κεκάθαρμαι Hp.Nat.Mul.8, Pl.Phd. 69c, etc.: (καθαρός):
I cleanse, of things, καθήρατε δὲ κρητῆρας Od.20.152; τραπέζας ὕδατι… καθαίρειν 22.439; καθήραντες χρόα καλὸν ὕδατι 24.44; κ. οἰκίαν Antipho l.c., Thphr. l.c.; of wounds, Hp. Ulc.6, al. (cf. καθαιρέω II.6): c. gen., ἵππον αὐχμηρᾶς τριχός S.Fr.475; κ. σῖτον X.Oec.18.6; γῆν clear of weeds, ib.20.11, cf. PLille5.24 (iii B.C.), etc.; χρυσόν purify, refine, Pl.Plt. 303d: metaph., purge, clear a land of monsters and robbers, S.Tr.1012 (hex.), 1061, Plu.Thes.7; κ.λῃστηρίων τὴν ἐπαρχίαν Id.Mar.6: c.acc. cogn., καθαρμὸν κ. Pl.Lg.735b:—Pass., τὴν νηδὺν ἀνασχισθεῖσαν καὶ καθαρθεῖσαν Hdt.4.71.
2 in religious sense, purify, [δέπας] ἐκάθηρε θεείῳ by fumigating with sulphur, Il.16.228; κ. τινὰ φόνου purify him from blood, Hdt.1.44, cf. Berl.Sitzb.1927.160 (Cyrene); Δῆλον κ. Hdt.1.64, cf. Th.1.8; στόλον κ., Lat. classem lustrare, App.BC5.96: abs., IG5(1).1390.68 (Andania, i B.C.):—Med., purify oneself, get purified, Hdt.4.73; οἱ φιλοσοφίᾳ καθηράμενοι Pl.Phd. 114c, cf. Phdr.243a, Cra.396e; καθαίρεσθαι καθαρμούς Id.Lg. 868e; καθήρασθαι στόμα = keep one's tongue pure, A.Fr.354:—Pass., κεκαθαρμένος καὶ τετελεσμένος Pl.Phd. 69c.
3 Medic., purge, evacuate, either by purgatives or emetics, κ. κάτω ἢ ἄνω Hp.Mul.1.64 (Pass.), cf. Thphr. HP 9.11.11, etc.:—Med., κατὰ κύστιν ἐκαθήρατο Hp.Epid. 1.15:—Pass., ib.5.2, etc.; also of menstruation, Id.Superf.33; of the after-birth, τὰ λοχεῖα καθαίρω Id.Mul.1.78; καθαίρων, ὁ, name for ἶρις, Ps.-Dsc.1.1.
4 prune a tree, i.e. clear it of superfluous wood, Ev.Jo. 15.2.
5 sift, winnow grain, PTeb.373.10(ii A.D.).
6 metaph., = μαστιγόω, Theoc.5.119.
II of the thing removed by purification, purge away, wash off, λύματα πάντα κάθηρεν Il.14.171; ἐπεὶ πλῦνάν τε κάθηράν τε ῥύπα πάντα Od.6.93; clear away, τὰ λῃστικά D.C.37.52: metaph., φόνον κ. A.Ch.74 (lyr.); also perhaps, clear up, explain an action, τὴν σύστασιν Epicur.Nat.66G., cf. 73G.
III c. dupl. acc., αἷμα κάθηρον… Σαρπηδόνα cleanse him of blood, wash the blood off him, Il.16.667:—Pass., καθαίρομαι γῆρας I am purged of old age, A. Fr.45; ὁ καθαρθεὶς τὸν φόνον Hdt.1.43.
German (Pape)
[Seite 1280] aor. ἐκάθηρα, aber auch ἐκάθαρα, inf. καθᾶραι Xen. An. 5, 7, 35 nach Krüger, wie καθάρῃς oec. 18, 8; vgl. Lob. zu Phryn. 25 (καθαρός), rein machen, reinigen, säubern, putzen; κρητῆρας Od. 20, 152; τραπέζας ὕδατι καὶ σπόγγοισι 22, 438; χρόα ὕδατι καὶ ἀλείφατι 24, 44; ὕδωρ ὑπεκπρορέει, μάλα περ ῥυπόωντα καθῆραι 6, 87; ἀπὸ χροὸς λύματα πάντα κάθηρεν, nahm von der Haut allen Schmutz weg, Il. 14, 171; αἷμα κάθηρον, wische das Blut ab, 16, 667; Od. 6, 93 ἐπεὶ πλῦνάν τε κάθηράν τε ῥύπα πάντα; im religiösen Sinne, θεείῳ καθῆραι, durch Räuchern mit Schwefel ccinigen, Il. 16, 228; von Verbrechen reinigen, sühnen, φόνον Aesch. Ch. 72, τινά Her. 1, 35, τινὰ φόνου 1, 44, καθαρθεὶς φόνον 43, νῆσον 64; vgl. Thuc. 3, 104; Xen. An. 5, 7, 35; τὴν πόλιν ἐπ' ἀγαθῷ Plat. Polit. 293 d; τὸν ἀποκτείναντα κατὰ νόμον καθαρθέντα Legg. VIII, 831 a; die Erde von Ungeheuern u. Räubern reinigen, Soph. Tr. 1008. 1050; vgl. λῃστηρίων τὴν ἐπαρχίαν Plut. Mar. 6; τὰς πηγάς Plat. Legg. VIII, 845 e; τον χρυσόν Polit. 303 d. – Med. bes. Reinigungen im religiösen Sinne anstellen, καθαίρεσθαι τοὺς αὐτοὺς καθαρμούς Plat. Legg. IX, 868 e, vgl. Crat. 396 e; sich reinigen, sühnen, καθαιρόμενοι τῶν τε ἀδικημάτων διδόντες δίκας Phaed. 113 d; ὁ κεκαθαρμένος τε καὶ τετελεσμένος 69 c; ἀπ οπτύσαι δεῖ καὶ καθήρασθαι στόμα Aesch. bei Plut. de Is. et Osir. 20; purgiren, san. tu. p. 386. – Bei Theocr. 5, 119 nach den Schol. = mit Ruthen peitschen, geißeln.
French (Bailly abrégé)
f. καθαρῶ, ao. ἐκάθηρα;
Pass. ao. ἐκαθάρθην, pf. κεκάθαρμαι;
purifier :
1 en gén. nettoyer, laver, purifier : κρητῆρας OD, τραπέζας OD nettoyer des coupes, des tables ; γῆν λῃστηρίων PLUT ou simpl. γαῖαν SOPH purger la terre (de monstres, de brigands) ; λύματα πάντα IL, ύπα πάντα OD enlever toutes les souillures ; avec double acc. : αἷμα κ. τινα IL laver le sang de qqn;
2 au sens relig. purifier : δέπας θεείῳ IL une coupe par le soufre ; νῆσον HDT purifier une île ; τινα φόνου HDT purifier qqn d'un meurtre ; φόνον ESCHL laver un meurtre ; Pass. être purifié, se purifier : φόνον HDT d'un meurtre;
Moy. καθαίρομαι;
1 se purger;
2 au sens relig. se purifier;
NT: émonder (des branches).
Étymologie: καθαρός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καθαίρω [καθαρός] aor. ἐκάθηρα en ἐκάθαρα; aor. pass. ἐκαθάρθην; perf. med.-pass. κεκάθαρμαι; fut. καθαρῶ, med. καθαροῦμαι (ook pass.), fut. pass. καθαρθήσομαι reinigen, wassen, schoonmaken:; θρόνους περικαλλέας ἠδὲ τραπέζας ὕδατι καθαίρειν de mooie zetels en tafels met water reinigen Od. 22.439; πρῶτα προσώπατα καλὰ κάθηρεν zij maakte eerst haar fraaie gelaat schoon Od. 18.192; overdr., iron.: ἐκάθηρε καλῶς μάλα hij heeft je goed de mantel uitgeveegd Theocr. 5.119. wegwassen, uitwissen:; ἐπεί... κάθηράν τε ῥύπα πάντα nadat zij alle vlekken hadden weggewassen Od. 6.93; ook met twee acc. (zie 1):. αἷμα κάθηρον... Σαρπηδόνα was het bloed van Sarpedon af Il. 16.667. overdr. zuiveren, reinigen:; οἱ φιλοσοφίᾳ ἱκανῶς καθηράμενοι degenen die zich door middel van filosofie voldoende gezuiverd hebben Plat. Phaed. 114c; κλῆμα καθαίρειν bijsnoeien (van een wijnrank die vrucht draagt) NT Io. 15.2; met acc. v. h. inw. obj.:; τὸν ἑκάστῃ προσήκοντα καθαρμὸν τῇ συνοικήσει καθαρεῖ hij zal de zuivering toepassen die bij elke kudde past Plat. Lg. 735b; met gen. of acc. reinigen van:; λέγεται καθᾶραι λῃστηρίων τὴν ἐπαρχίαν men zegt dat hij de provincie van rovers gezuiverd heeft Plut. Mar. 6.2; ook in religieuze betekenis:; τὸν αὐτὸς φόνου ἐκάθηρε degene die hij zelf van bloedschuld had gereinigd Hdt. 1.44.1; pass.:; οὗτος δὴ ὁ καθαρθεὶς τὸν φόνον nou net degene die van bloedschuld gereinigd was Hdt. 1.43.2; καθαίρεσθαι τοὺς αὐτοὺς καθαρμοὺς dezelfde reinigingsrituelen ondergaan Plat. Lg. 868e; geneesk. purgeren.
Russian (Dvoretsky)
κᾰθαίρω: ион. κᾰταίρω (fut. κᾰθᾰρῶ, aor. ἐκάθηρα - дор. ἐκάθᾱρα; pass.: aor. ἐκᾰθάρθην, pf. κεκάθαρμαι)
1 чистить, мыть, омывать (χρόα ὕδατι, τραπέζας ὕδατι καὶ σπόγγοισι Hom.; ἡ γῆ καθαιρομένη ὄμβροις Arst.);
2 очищать от примесей (χρυσόν Plat.; ἀργύριον Arst.);
3 мед. очищать, опорожнять (τὸ σῶμα φαρμάκοις Arst.);
4 перен. очищать, освобождать (δρία πάντα, γαῖαν Soph.; γῆν καὶ θάλατταν, sc. τῶν λῃστηρίων Plut.);
5 смывать (λύματα ἀπὸ χροός Hom.; αἷμα κ. τινά Hom.);
6 очищать, подстригать (πᾶν κλῆμα φέρον καρπόν NT);
7 культ. (ритуально) очищать, окуривать (δέπας θεείῳ Hom.);
8 культ. очищать (от грехов) (νῆσον, τινὰ φόνου Her.): καθαίρεσθαι τοὺς αὐτους καθαρμούς Plat. совершать над собой те же самые очистительные обряды; ὁ καθαρθεὶς τὸν φόνον Her. искупивший грех убийства;
9 перен. (духовно) очищать, возвышать (οἱ φιλοσοφίᾳ καθηράμενοι Plat.);
10 ирон. задавать трепку, крепко пробирать или сечь (τινά Theocr.).
English (Autenrieth)
(καθαρός), aor. (ἐ)κάθηρα, imp. κάθηρον, inf. -ῆραι, part. -ήραντες: cleanse, clean; ‘make fair,’ Od. 18.192; w. acc., wash off or away, Il. 14.171, Od. 6.93; with two accusatives, Il. 16.667.
Spanish
English (Strong)
from καθαρός; to cleanse, i.e. (specially) to prune; figuratively, to expiate: purge.
English (Thayer)
perfect passive participle κεκαθαρμενος; (καθαρός); to cleanse, properly, from filth, impurity, etc.; trees and vines (from useless shoots), to prune, δένδρα ... ὑποτεμνομενα καθαίρεται, Philo de agric. § 2 (cf. de somniis ii. § 9 middle)); metaphorically, from guilt, to expiate: passive R G (see καθαρίζω, at the beginning) (Herodotus down). (Compare: διακαθαίρω, ἐκκαθαίρω.)
Greek Monolingual
(AM καθαίρω)
1. καθαρίζω («καθήρατε δὲ κρητῆρας», Ομ. Οδ.)
2. εξαγνίζω από έγκλημα ή αμάρτημα («καθαίρειν τινὰ φόνου», Ηρόδ.)
αρχ.
1. απαλλάσσω μια χώρα από τέρατα και ληστές («καθαίρειν γῆν και θάλατταν», Πλούτ.)
2. ιατρ. καθαρίζω, κάνω κένωση με φάρμακα καθαρτικά ή εμετικά
3. κλαδεύω, καθαρίζω κόβοντας τα περιττά ή ξερά κλαδιά δέντρου («πᾶν τὸ καρπὸν φέρον καθαίρει αὐτό, ἵνα πλείονα καρπὸν φέρη», ΚΔ)
4. αφανίζω
5. μτφ. μαστιγώνω («τῆδέ τυ δήσας Εὐμάρας ἐκάθαρε καλῶς», Θεόκρ.)
6. διασαφηνίζω, εξηγώ κάτι
7. αποπλύνω, καθαρίζω κάτι πλένοντάς το
8. μτφ. απαλλάσσομαι («καθαίρομαι γῆρας», Αισχύλ.)
9. πάπ. κοσκινίζω καρπό
10. φρ. «καθήρασθαι στόμα» — να τηρήσει καθαρή τη γλώσσα (Αισχύλ.)
11. (η μτχ. ενεστ. ως ουσ.) ὁ καθαίρων
ονομασία της ίριδας, του ουράνιου τόξου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρ-jω < θ. καθαρ- του καθαρ-ός + ενεστωτ. επίθημα jω, με επένθεση (πρβλ. βαίνω < βαν-jω, χαίρω < χαρ-jω)].
Greek Monotonic
κᾰθαίρω: μέλ. κᾰθᾰρῶ, αόρ. αʹ ἐκάθηρα — Μέσ., μέλ. καθαροῦμαι, αόρ. αʹ ἐκαθηράμην — Παθ., αόρ. αʹ ἐκαθάρθην, παρακ. κεκάθαρμαι· (καθαρός)·
I. 1. λέγεται για εξαγνισμένο άνθρωπο ή πράγμα, εξαγνίζω ή καθαρίζω, θεραπεύω μολυσματική νόσο, καθαίρω, εξαγνίζω, καθήραντες χρόαὕδατι, σε Ομήρ. Οδ.· καθαρίζω, απαλλάσσω την χώρα από τέρατα και ληστές, σε Σοφ.
2. με θρησκευτική σημασία, απολυμαίνω, εξαγνίζω, (δέπας) ἐκάθηρε θεείῳ, το εξάγνισε καπνίζοντάς το με θειάφι, εκθέτοντάς το σε καπνούς, δηλ. αναθυμιάσεις θείου, σε Ομήρ. Ιλ.· καθ. τινὰ φόνου, τον εξαγνίζω από το φόνο, από την τέλεση ανθρωποκτονίας, σε Ηρόδ.· Δῆλον κ., στον ίδ. — Μέσ., καθαίρομαι, εξαγνίζομαι, στον ίδ.· οἱ φιλοσοφίᾳ καθηράμενοι, σε Πλάτ.· ομοίως και σε Παθ., κεκαθαρμένος, στον ίδ.
3. κλαδεύω δέντρο, δηλ. το καθαρίζω από τα πλεονάζοντα, περιττά, άχρηστα κλαδιά, σε Καινή Διαθήκη
4. μεταφ., = μαστιγόω, λαϊκιστί «τρίβω, ξυστρίζω, αποπλένω», σε Θεόκρ.
II. λέγεται γι' αυτό που αφαιρείται μέσω του εξαγνισμού, αποβάλλω, αποπλένω, ξεπλένω ή απομακρύνω, αποδιώχνω, λύματα, σε Ομήρ. Ιλ.· ῥύπα, σε Ομήρ. Οδ.· φόνον, σε Αισχύλ.
III. με διπλή αιτ., αἷμα κάθηρον Σαρπηδόνα, καθάρισαν τον Σαρπηδόνα από το αίμα, τον ξέπλυναν απ' αυτό, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., φόνον καθαρθείς, σε Ηρόδ.
Greek (Liddell-Scott)
κᾰθαίρω: μέλλ. κᾰθᾰρῶ Ξεν. Οἰκ. 18, 6, Πλάτ. Νόμ. 735Β: ἀόρ. α΄ ἐκάθηρα, μεταγεν. ἐκάθᾱρα (Μοῖρ. σ. 101), - ὁ τύπος οὗτος εἰσήχθη ὑπὸ τῶν ἀντιγραφέων εἰς τὸν Ἀντιφῶντα, 145. 37, Ξεν. Ἀν. 5. 7, 35, κτλ.· πρκμ. κεκάθαρκα (ἐκ-) Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Εἰρ. 753: - Μέσ., μέλλ. καθαροῦμαι Πλάτ. Κρατ. 396Ε: ἀόρ. ἐκαθηράμην Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 376, Πλάτ.: - Παθ., μέλλ. καθαρθήσομαι Γαλην.: ἀόρ. ἐκαθάρθην Ἡρόδ., Ἀττ.: ἀόρ. β΄ ἀποκαθαρῆναι Ἀρρ. Κυν.27. 1 (Müller): πρκμ. κεκάθαρμαι Πλάτ., κτλ.: (καθαρός). Ι. ἐπὶ τοῦ καθαιρομένου προσώπου ἢ τοῦ πράγματος, καθαρίζω, καθήρατε δὲ κρητῆρας Ὀδ. Υ. 152· τραπέζας ὕδατι... καθαίρειν Χ. 439· καθήραντες χρόα καλὸν ὕδατι Ω. 44· κ. οἰκίαν Ἀντιφῶν 145. 37· μετὰ γεν., ἵππον αἰχμηρὰς τριχὸς Σοφ. Ἀποσπ. 422: ὡσαύτως, κ. σῖτος Ξεν. Οἰκ. 18, 6., 20, 11· καθαίρω χρυσόν, τὸν «λαγαρίζω», Πλάτ. Πολιτικ. 303D· καθαρίζω, ἀπαλλάττω χώραν ἀπὸ τεράτων καὶ ληστῶν, Σοφ. Τρ. 1012, 1061, Πλουτ. Θησ. 7· κ. λῃστηρίων τὴν ἐπαρχίαν ὁ αὐτ. ἐν Μαρ. 6: - Παθ., τὴν νηδὺν καθαρθεῖσαν Ἡρόδ. 4. 71. 2) ἐπὶ θρησκευτικῆς ἐννοίας, ἐξαγνίζω, ἀπολυμαίνω, δέπας ἐκάθηρε θεείῳ, ἐξήγησε καπνίσας διὰ θείου, Ἰλ. ΙΙ. 228· καθ. τινὰ φόνου, ἐξαγνίζειν αὐτὸν ἀπὸ τοῦ φόνου, ἀπὸ τῆς ἀνθρωποκτονίας, Ἡρόδ. 1. 44· Δῆλον κ. αὐτόθι 64, πρβλ. 1, 8· στόλον κ., Λατ. classem lustrare, Ἀππ. Ἐμφυλ. 5. 96: - Μέσ., καθαρίζω ἐμαυτόν, ἐξαγνίζομαι, Ἡρόδ. 4. 73· οἱ φιλοσοφίᾳ καθηράμενοι Πλάτ. Φαίδ. 114C, πρβλ. Φαῖδρ. 243Α· καθαίρεσθαι καθαρμοὺς ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 868Ε· καθήρασθαι στόμα, τηρεῖν τὴν γλῶσσαν καθαράν, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 376: - οὕτως ἐν τῷ Παθ. τύπῳ κεκαθαρμένος καὶ τετελεσμένος Πλάτ. Φαίδ. 69C. 3) καθαρίζω διὰ φαρμάκων καθαρσίων, ἴδε ὑποκαθαίρω: - Παθ., καθαρίζομαι διὰ καθαρσίου, Ἱππ., κτλ.· Föes. Οἰκ., καὶ πρβλ. κάθαρσις, καθαρτικός. 4) κλαδεύω δένδρον ἀποκόπτων τοὺς περιττοὺς ἢ ξηροὺς κλάδους, κ.τ.τ., Εὐαγγ. κ. Ἰω. ιε’, 2. 5) μεταφ. παρὰ Θεοκρ. 5. 119, = μαστιγόω, πρβλ. σποδέω. ΙΙ. ἐπὶ τῶν διὰ καθαρμοῦ ἀποβαλλομένων ἀκαθαρσιῶν, ἀποβάλλω καθαρίζων, ἀποπλύνω, λύματα πάντα κάθηρεν Ἰλ. Ξ. 171· ἐπεὶ πλῡνάν τε κάθηράν τε ῥύπα πάντα Ὀδ. Ζ. 93· ἀφανίζω, τὰ λῃστικὰ Δίων Κ. 37. 52. - καὶ μεταφ., φόνον καθ. Αἰσχύλ. Χο. 74. ΙΙΙ. μετὰ διπλ. αἰτ., αἷμα κάθηρον... Σαρπηδόνα, καθάρισον αὐτὸν ἐκ τοῦ αἵματος, ἀπόπλυνον τὸ αἷμά του, Ἰλ. ΙΙ. 667. - Παθ., καθαίρομαι γῆρας, καθαρίζομαι, ἀπαλλάττομαι, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 42α· φόνον καθαρθεὶς Ἡρόδ. 1. 43.
Middle Liddell
καθαρός
I. of the person or thing purified, to make pure or clean, cleanse, clean, purge, καθήραντες χρόα ὕδατι Od.:— to purge, clear a land of monsters and robbers, Soph.
2. in religious sense, to cleanse, purify, δέπας ἐκάθηρε θεείωι purified it by fumigating with sulphur, Il.; καθ. τινὰ φόνου to purify him from blood, Hdt.; Δῆλον κ. Hdt.:—Mid. to purify oneself, get purified, Hdt.; οἱ φιλοσοφίαι καθηράμενοι Plat.:—so Pass., κεκαθαρμένος Hdt.
3. to prune a tree, i. e. clear it of superfluous wood, NTest.
4. metaph., = μαστιγόω, like our vulgar phrase "to rub down, " Theocr.
II. of the thing removed by purification, to purge away, wash off or away, λύματα Il.; ῥύπα Od.; φόνον Aesch.
III. c. dupl. acc., αἷμα κάθηρον Σαρπηδόνα cleanse Sarpedon of blood, wash the blood off him, Il.:—Pass., φόνον καθαρθείς Hdt.
Chinese
原文音譯:kaqa⋯rw 卡台羅
詞類次數:動詞(2)
原文字根:向下 舉起
字義溯源:潔淨,修剪,修理乾淨;源自(καθαρός)*=潔淨的)。參讀 (ἐκκαθαίρω)同義字參讀 (καθαρός)同源字
出現次數:總共(2);約(1);來(1)
譯字彙編:
1) 既⋯得潔淨(1) 來10:2;
2) 他就⋯修理乾淨(1) 約15:2
Mantoulidis Etymological
(=καθαρίζω, ἐξαγνίζω). Ἀπό τό καθαρός μέ θέμα καθαρ + πρόσφυμα j + ω → καθαρ-j-ω → καθαίρω μέ ἐπένθεση τοῦ j.
Παράγωγα: καθάρειος, καθαρεύω (=εἶμαι ἁγνός), καθαρίζω, κάθαρμα (=ἀκαθαρσία, ἀπόβλητος), καθαρμός, κάθαρσις, καθάρσιος, καθαρτής, καθαρτήριος, καθαρτικός, καθαρτέον, ἀκάθαρτος.
Léxico de magia
purificar c. ac. el cuerpo ὁ ῥιζοτόμος καθαίρει πρότερον τὸ ἴδιον σῶμα el que coge las plantas purifica primero su propio cuerpo P IV 2968 la cama μέλλων κοιμᾶσθαι ὀνείῳ γάλακτι καθᾶρόν σου τὴν στρωμνήν cuando vayas a acostarte purifica tu cama con leche de burra P II 21 la habitación λαβὼν πηλόν καθᾶρον τὰς φλιὰς τοῦ κοιτῶνος, ἐν ᾧ ἁγνεύεις toma barro y purifica las jambas de la habitación en la que te mantienes puro P II 151