Καππαδόκης

From LSJ
Revision as of 07:21, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (19)

Ἤθη πονηρὰ τὴν φύσιν διαστρέφει → Bonae indolis venena sunt mores mali → Verdorbne Sitten sind verderblich der Natur

Menander, Monostichoi, 203

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
habitant de la Cappadoce, Cappadocien.
Étymologie:.

Greek Monolingual

ο, θηλ. Καππαδόκισσα (AM Καππαδόκης, θηλ. Καππαδόκισσα)
αυτός που κατάγεται από την Καππαδοκία.