κεραμεῖον

Revision as of 23:48, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (5)

English (LSJ)

τό,

   A potter's workshop, Aeschin.3.119, IG22.1635.143, PSI4.445.2 (iii B.C.).    II Ion. κερᾰμ-ήϊον, = κεράμιον, Hom. Epigr.14.14.

German (Pape)

[Seite 1420] τό, die Töpferwerkstatt, Aesch. 3, 119; nach Hesych. auch Laden, wo irdene Waaren verkauft werden.

Greek (Liddell-Scott)

κερᾰμεῖον: Ἰων. -ήϊον, τό, κεραμέως ἐργαστήριον, Αἰσχίν. 70. 22. ΙΙ. = κεράμιον, Βίος Ὁμ. 32, Συλλ. Ἐπιγρ. 158. 33· οὕτω κεραμαῖον οἴνου Ἐπιγραφ. Βοιωτ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1625. 61.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
atelier de poterie.
Étymologie: κεραμεύς.

Greek Monotonic

κερᾰμεῖον: τό, εργαστήριο κεραμέα, σε Αισχίν.