κοτήεις

Revision as of 15:27, 15 August 2017 by Spiros (talk | contribs) (Autenrieth)

English (LSJ)

εσσα, εν,

   A wrathful, jealous, θεός Il.5.191, cf. A.D.Adv.189.12.

Greek (Liddell-Scott)

κοτήεις: εσσα, εν, ὀργίλως διακείμενος, «θυμωμένος», θεὸς Ἰλ. Ε. 191. Μόνον Ἐπικ. ― Καθ’ Ἡσύχ. «κοτήεις στέφανος ἐξ ἐλαίας, ἢ ὀργίλως διακείμενος».

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν;
irrité ; vindicatif.
Étymologie: κότος.

English (Autenrieth)

wrathful, Il. 5.191†.