εἰργόμενον θανάτου καὶ τοῦ ἀνάπηρον ποιῆσαι → excluding death and maiming, short of death or maiming
poét. c. κύσαι, inf. ao. de κυνέω;pour κῦσαι, inf. ao. de κύω.
κύσσαι: Επικ. αντί κύσαι [ῠ], απαρ. αορ. αʹ του κυνέω.