λευκότης

Revision as of 23:48, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (3)

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A whiteness, Hp.Aër.20, Pl.Tht.156d, al.

German (Pape)

[Seite 35] ητος, ἡ, die Weiße, weiße Farbe, Plat. Theaet. 182 d; ἐν χιόνι καὶ ψιμμυθίῳ Arist. Eth. 1, 6.

Greek (Liddell-Scott)

λευκότης: -ητος, τὸ ἀφῃρημ. οὐσιαστ. τοῦ λευκός, τὸ λευκὸν χρῶμα, Ἱππ. π. Ἀέρ. 292, Πλάτ. Θεαίτ. 156D, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
couleur blanche, blancheur.
Étymologie: λευκός.

Russian (Dvoretsky)

λευκότης: ητος ἡ белый цвет, белизна Plat., Arst.