Μή μοι γένοιθ', ἃ βούλομ', ἀλλ' ἃ συμφέρει → Ne sit mihi, quod cupio, sed quod expedit → nicht was ich will, geschehe mir, doch was mir nützt
c. λυκιοεργής.
λυκιουργής, -ές (Α)βλ. λυκιοεργής.