γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
adv.λιθίνως βλέπειν XÉN avoir l’air pétrifié.Étymologie: λίθινος.
λῐθίνως: (ῐν) окаменелым взглядом (βλέπειν Xen.).