καταπίνω
English (LSJ)
[ῑ], fut.
A -πίομαι Ar.Eq.693, later -πιοῖμαι Plu.Alc.15: aor. κατέπιον IG4.951.102 (Epid.); poet. κάππιον Hes.Th.p.45 R.: pf. -πέπωκα Ar.Av.1137:—gulp, swallow down, both of liquids and solids (οὐδ' ἐν τῷ καταπίνειν ἦν πάντως τὸ πίνειν Ph.1.478), τοὺς μὲν κατέπινε Κρόνος (sc. υἱούς) Hes.Th.459, cf. 467, E.Cyc.219; ὁ τροχίλος . . καταπίνει τὰς βδέλλας Hdt.2.68, cf. 70; τεμάχη Ar.Nu.338; λίθους Id.Av. l. c.; [κίχλας] Pherecr.108.24; [μάζας] Telecl.1.5; of the sea, μὴ ναῦν κατὰ κῦμα πίῃ Thgn.680, cf. Arist.Pr.931b39 (Pass.); τὸ στόμα [τῆς γῆς] -πίεται αὐτούς LXXNu.16.30:—Pass., τὸ -ποθὲν ὕδωρ (sc. by the earth) Pl.Criti.111d; of rivers that disappear underground, Arist.Mete.351a1; ὑφ' ἅμμου D.S.1.32; of cities swallowed by an earthquake, Str.1.3.17; πόλις καταποθεῖσα ὑπὸ τῆς θαλάττης Plb.2.41.7. 2 abs., swallow, μόλις καταπίνειν δύνηται Hp.Aph. 4.35, cf. Gal.Nat.Fac.3.6. II metaph., τὸν ἡμίοπον ὁ μέγας [αὐλὸς] κ. A.Fr.91; καταπιοῦνται ὑμᾶς οἱ Ἀθηναῖοι Plu.Alc.15:—Pass., to be absorbed, of knots in wood, Thphr.HP5.2.2; τῆς -πεπομένης ὑπ' αὐτοῦ φύσεως Dam.Pr.10. b κ. Εὐριπίδην drink in Euripides, i.e. imbibe his spirit, Ar.Ach.484, Luc.JTr.1:—Pass., τὸ τεχνίον ἀεὶ τοῦτό μοι κατεπίνετο Antid.2.4. c swallow, absorb, τὰς τέχνας Chrysipp.Stoic.2.257 (Pass.); but, swallow one's anger, ib.242. 2 swallow up, consume, [the robe] ἐρίων τάλαντον καταπέπωκε ῥᾳδίως Ar.V.1147; ὁ δικαστὴς αὐτὰ [the revenue] καταπίνει μόνος Id.Ra.1466; τὸν ναύκληρον αὐτῷ σκάφει κ. Anaxil.22.19; τι Men. Epit.151. 3 spend, waste in tippling, [τὴν οὐσίαν] οὐ μόνον κατέφαγεν, ἀλλὰ . . καὶ κατέπιεν Aeschin.1.96, cf. D.C.45.28.
German (Pape)
[Seite 1369] (s. πίνω), hinuntertrinken; τὸ καταπ οθὲν ὕδωρ Plat. Critia. 111 d; übh. hinunter-, verschlingen, τοὺς μὲν (παῖδας) κατέπινε Κρόνος Hes. Th. 459, vgl. 497; Aesch. frg. 80; Eur. Cycl. 218; προσέρχεται ὡς δὴ καταπιόμενός με Ar. Equ. 690, öfter; Ion bei Ath. X, 411 b; sp. D.; in Prosa, Her. 2, 93 Plat. Euthyphr. 6 a u. Sp.; πόλις καταποθεῖσα ὑπὸ τῆς θαλάττης Pol. 2, 41, 7; vom Erdbeben, wo Städte verschlungen werden, Strab. I, 58; καταπιὼν πολύποδα ὠμόν Plut. aqu. et ign. 2. – Εὐριπίδην, ihn verschlingen, eifrig lesen u. sich aneignen, Ar. Ach. 484; Luc. Iov. trag. 1. – Versaufen, mit Fressen u. Sausen durchbringen, Aesch. 1, 96.