Κρόνος

From LSJ

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: Κρόνος Medium diacritics: Κρόνος Low diacritics: Κρόνος Capitals: ΚΡΟΝΟΣ
Transliteration A: Krónos Transliteration B: Kronos Transliteration C: Kronos Beta Code: *kro/nos

English (LSJ)

ὁ, Cronos, Hes.Th.137, Op.111, Il.8.479, 14.203, A.Pr. 203, Eu.641; οἷς δὴ βασιλεὺς K. ἦν 'in the golden age', Cratin.165;
A ὁ ἐπὶ Κρόνου βίος Arist.Ath.16.7.—Later interpreted as, = χρόνος, cf. Arist.Mu.401a15.
2 ὁ τοῦ K. (sc. ἀστήρ) the planet Saturn, Id.Metaph.1073b35, Mu.392a24, 399a11; so later Κρόνος, ὁ, Placit.2.32.1, Cleom.2.7; ἡ τοῦ K. ἡμέρα Saturday, D.C.37.16.
II nickname for a dotard, old fool, Ar.Nu.929, V.1480, Pl.Euthd.287b, Hyp.Fr. 252.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
Cronos, à Rome Saturne, père de Zeus.
Étymologie: litt. « celui qui accomplit », de κραίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

Κρόνος -ου, ὁ Kronos (vader van Zeus); overdr. kom. oude gek.

Russian (Dvoretsky)

Κρόνος:
1 Крон(ос) (младший из Титанов, сын Урана и Геи, отец Реи, Деметры, Геры, Гадеса, Посидона и Зевса, а тж. Киклопов; оскопив Урана, захватил власть над миром, но сам был низложен и сменен Зевсом; у Hom. ἀγκυλομήτης «хитрый»; с ним отожд. италийский Saturnus);
2 выживший из ума старик, старый дурень Arph.;
3 планета Сатурн Arst.

English (Autenrieth)

Cronus (Saturnus), the father of Zeus, Poseidon, Hades, Hera, Demēter, and Hestia; overthrown with the Titans, Il. 8.415, 3, Il. 5.721.

English (Slater)

Κρόνος (only in gen. Κρόνου.) father of Zeus. Κρόνου παῖδ Zeus (O. 1.10) παρὰ Κρόνου τύρσιν in the islands of the blessed (O. 2.70) Κρόνου παῖ Zeus (O. 4.8) Κρόνου σὺν παιδὶ Zeus (O. 7.67) πὰρ Κρόνου λόφῳ (v. Κρόνιος b.) (O. 8.17)
1 καὶ πάγον Κρόνου προσεφθέγξατο (O. 10.50) ὑπεροχωτάτᾳ πρέπεν Οὐρανιᾶν θυγατέρι Κρόνου Hera (P. 2.39) Οὐρανίδα γόνον εὐρυμέδοντα Κρόνου Cheiron (P. 3.4) καὶ Κρόνου παῖδας βασιλῆας ἴδον the gods (P. 3.94) ἐκ δὲ Κρόνου καὶ Ζηνὸς ἥρωας αἰχματὰς φυτευθέντας καὶ ἀπὸ χρυσεᾶν Νηρηίδων Αἰακίδας (N. 5.7) παρ' εὐδένδρῳ μολὼν ὄχθῳ Κρόνου (N. 11.25) Κρόνου σεισίχθον' υἱὸν Poseidon (I. 1.52) εὐρύοπα Κρόνου παῖς Zeus Πα. . 13. Κρόνου παῖ[δες] the gods (Pae. 8.72)

Spanish

Cronos

Greek Monolingual

ο (Α Κρόνος)
1. ο νεώτερος γιος του Ουρανού και της Γης («Ίαπετός τε Κρόνος τε», Ομ. Ιλ.)
2. ονομασία πλανήτη
αρχ.
μτφ. ανόητος ή μωρός γέρος
α. («οὕτως εἶ Κρόνος, ὥστε ἃ τὸ πρῶτον εἴπομεν νῦν ἀναμιμνήσκει», Πλάτ.
β. «οὐχὶ διδάξεις τοῦτον Κρόνος ὤν», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη κατά την οποία η λ. συνδέεται με τη λ. κραίνω «αποτελειώνω» εμφανίζει μορφολογικές δυσκολίες, επειδή ο τ. κραίνω ανάγεται σε κρααίνω. Αβέβαιες φαίνονται και οι συνδέσεις της λ. με τα κορέννυμι, κορυφή και κεραΐζω «φονεύω». Η λ. συνδέθηκε παρετυμολογικά και με τη λ. χρόνος. (Η σημ. «χρόνος» της λ. μαρτυρείται στον Αριστοτέλη).
ΠΑΡ. αρχ. κρονείον, κρονίδης, κρονικός, κρόνιος, κρονίων, κρονιών.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) κρονόληρος
αρχ.
κρόνιππος, κρονοδαίμων, κρονοθήκη, κρονότεκνος].

Greek Monotonic

Κρόνος: ὁ (κραίνω),
I. ο Κρόνος, ταυτίζεται με τον Λατ. Saturnus, γιος του Ουρανού και της Γαίας, σύζυγος της Ρέας, πατέρας του Δία, Ποσειδώνα, Άδη, της Ήρας, Δήμητρας και Εστίας· βασίλευε στον ουρανό μέχρι που οι γιοι του τον εξόρισαν στον Τάρταρο, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.· η εποχή του ήταν η «Χρυσή Εποχή», σε Ησίοδ.
II. όνομα στην Αθήνα, υπέργηρος, ξεμωραμένος γέρος, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

Κρόνος: ὁ, (ἴδε ἐν λέξ. κραίνω) ὁ αὐτὸς τῷ παρὰ Λατ. Saturnus, υἱὸς τοῦ Οὐρανοῦ καὶ τῆς Γαίας, Ἡσ. Θ. 137· ἀνὴρ τῆς Ρέας, πατὴρ δὲ τοῦ Διός, τοῦ Ποσειδῶνος, τοῦ Ἅιδου, τῆς Ἥρας, τῆς Δήμητρος καὶ τῆς Ἑστίας, αὐτόθι 453, κἑξ.· ἐβασίλευε δὲ ἐν τῷ οὐρανῷ, ἕως οὗ τὰ τέκνα αὐτοῦ τὸν ἐξώρισαν εἰς τὸν Τάρταρον, Ἰλ. Θ. 479, Κ. 203, πρβλ. Αἰσχύλ. Πρ. 201, Εὐμ. 641· ἐπὶ Κρόνου ὅτε ἐβασίλευεν ἐν τῷ οὐρανῷ, παρὰ τοῖς θνητοῖς ἦτο ὁ χρυσοῦς αἰών, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 111· ἐντεῦθεν, οἷς δὴ βασιλεὺς Κρ. ἦν, κατὰ τὴν χρυσῆν βασιλείαν τοῦ Κρόνου, Κρατῖν. ἐν «Πλούτοις» 2· ὁ ἐπὶ Κρόνου βίος, βίος χρυσῆς ἀναπαύσεως, Λουκ. Δραπ. 1, 7. ― μετὰ ταῦτα τὸ ὄνομα ἑρμηνεύεται ὡς = χρόνος, πρβλ. Ἀριστ. π. Κόσμ. 7, 2. 2) ὁ πλανήτης Κρόνος, ὁ αὐτ. Μετὰ τὰ Φυσ. 11. 8, 11, π. Κόσμ. 2, 9., 6, 18· ἡ ἐπίδρασις αὐτοῦ ἦτο ὀλεθρία, Casaub. εἰς Περσ. 5. 50. ΙΙ. ὡς ἐκ τῆς σχέσεως αὐτοῦ πρὸς τὸν παρελθόντα χρόνον ὁ Κρόνος ἐχρησίμευεν ἐν Ἀθήναις ὡς ἐπώνυμον παλίμπαιδος, «ξεμωραμμένου» γέροντος, Ἀριστοφ. Νεφ. 929, Σφ. 1480, Πλάτ. Εὐθύδ. 287Β· ἴδε Κρονικὸς ΙΙ, Κρόνιος ΙΙ, Κρόνιππος, Κρονοδαίμων, κτλ.· πρβλ. Ἰαπετός.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: son of Ouranos a. Gaia, husband of Rhea, father of Zeus etc. (Il.); also as surname = Gray, old jester (Ar.).
Derivatives: Patronymics: Κρονίδης m. = Ζεύς (Il.), Κρονίδαρ πολυετής H. (Lac.); Κρονίων id. (Il.). Adj.: Κρόνιος of K. etc. (Pi., A.), τὰ Κρόνια K.-feast (D.), Κρονιών month-name (Samos), f. Κρονιάς (Plu.); Κρονικός of K., primeval (Att.; Chantraine Ét. sur le vocab. gr. 150). Κρονεῖον K.-temple (pap.), Κρονίσκοι pl. title of a book (Gal.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Appellat. meaning unknown, so without etymology. Several hypotheses. To κραίνω as "the Accomplisher" resp. "the Ruler" (Usener Götternamen 26f. with S. Tr. 126, Kretschmer Sprache 2, 66 a. 71 [prop. a Phrygian high god]); formally impossible, as κραίνω < κρααίνω, s. v. To κορέννυμι as "(dieu de la) production (et de la) croissance" (Carnoy Musée belge 24, 10). To κεραΐζω etc. as "the Invalid, the Old one" (Güntert Weltkönig 234). - Extensively on Κρόνος (orig. harvest-god) Nilsson Gr. Rel. 1,510. - Like χρόνος, θρόνος, κλόνος etc. prob. Pre-Greek.

Middle Liddell

Κρόνος, ὁ, κραίνω
I. Cronus, identified with the Lat. Saturnus, son of Uranos and Gaia, husband of Rhea, father of Zeus, Poseidon, Hades, Hera, Demeter and Hestia, Hes.: he reigned in heaven until his sons banished him to Tartarus, Il., Aesch.; his time was the golden age, Hes.
II. a name at Athens, a superannuated old dotard, old fool, Ar.

Frisk Etymology German

Κρόνος: {Krónos}
Grammar: m.
Meaning: Sohn des Uranos u. der Gaia, Gemahl der Rhea, Vater des Zeus usw. (seit Il.), auch als Spitzname = Greis, alter Narr (Ar. u. a.).
Derivative: Ableitungen. Patronymika: Κρονίδης m. = Ζεύς (Il. usw.), Κρονίδαρ· πολυετής H. (lak.); Κρονίων ib. (seit Il.). Adj.: Κρόνιος ‘zu K. gehörig’ usw. (Pi., A. u. a.), τὰ Κρόνια ‘K.-Fest’ (D. usw.), Κρονιών Monatsname (Samos), f. Κρονιάς (Plu.); Κρονικός ‘zu K. gehörig, uralt, altmodisch’ (att. usw.; Chantraine Ét. sur le vocab. gr. 150). Κρονεῖον ‘K.-Tempel' (Pap.), Κρονίσκοι pl. Buchtitel (Gal.).
Etymology: Appellativische Bedeutung unbekannt, mithin ohne Etymologie. Mehrere Hypothesen. Zu κραίνω als "der Vollender" bzw. "der Herrscher" (Usener Götternamen 26f. mit S. Tr. 126, Kretschmer Sprache 2, 66 u. 71 [eig. phrygischer Höhengott]); schon formal unmöglich, weil κραίνω < κρααίνω, vgl. s. v. Zu κορέννυμι u. Verw. als "(dieu de la) production (et de la) croissance" (Carnoy Musée belge 24, 10). Zu κεραΐζω usw. als "der Gebrechliche, der Alte" (Güntert Weltkönig 234). Zwei "pelasgische" Erklärungen von v. Windekens: zu βιβρώσκω als "der Verschlucker" (Le Muséon 63, 108ff.); zu κορυφή usw. als "celui des sommets" (Beitr. z. Namenforsch. 9, 167 f.). — Ausführlich über Κρόνος (urspr. Erntegott) Nilsson Gr. Rel. 1,510m. reich. Lit.
Page 2,24-25

Léxico de magia

Cronos dios que encubre, bajo un nombre oculto, diversas sustancias mágicas ἄρωμα Κρόνου· γάλα χοιριδίου planta aromática de Cronos es leche de cerda P XII 430 αἷμα Κρόνου· κεδρίας ... sangre de Cronos es ... de cedro P XII 432 (fr. lac.)