ὁδοιπορικῶς
French (Bailly abrégé)
adv.
comme un voyageur.
Étymologie: ὁδοιπόρος.
Russian (Dvoretsky)
ὁδοιπορικῶς: по-дорожному, как путник (ἐσταλμένοι Plut.).
adv.
comme un voyageur.
Étymologie: ὁδοιπόρος.
ὁδοιπορικῶς: по-дорожному, как путник (ἐσταλμένοι Plut.).